Σάββατο, Ιανουαρίου 20

7:56 π.μ.

       ΓΕΛΑΣ...

Κι αυτή τη νύχτα ο καημένος κύριος Ανσέλμο τινάχτηκε σπρωγμένος από τη σύζυγο με ένα θαμπωμένο τράβηγμα του χεριού.
- "Γελάς...".
Ξαφνιασμένος και με τη μύτη ακόμα γιομάτη ύπνο, ξεφυσώντας κάπως από την αγωνία της απότομης εκείνης εφόδου, κατάπιε. Έξυσε το τριχωτό στήθος του και μετά είπε θυμωμένος:
- "Για το Θεό, πάλι, πάλι κι απόψε ;"
- "Κάθε νύχτα,   κ ά θ ε   νύχτα -γρύλλισε η γυναίκα του, μαύρη από το πείσμα".
Ο κύριος Ανσέλμο  σηκώθηκε στον ένα του αγκώνα και ξύνοντας
συνέχεια με το άλλο χέρι το στήθος του ρώτησε αγανακτισμένος:
- "Μα είσαι πράγματι βεβαία ; Κάπως θα έκανα με τα χείλη εξ αιτίας της ακαταστασίας του στομαχιού  και σου φάνηκε πώς γελώ".
- "Όχι, γελάς, γελάς, γελάς -τρεις φορές επιβεβαίωσε εκείνη, Θέλεις ν' ακούσεις πώς ;"
Και μιμήθηκε το μακρύ γαργαριστό γέλιο που ο σύζυγος έκανε κάθε νύχτα στον ύπνο του.
- "Έτσι ;"
- "Έτσι, έτσι".
Και η γυναίκα ύστερα από τον αγώνα εκείνου του γέλιου άφησε αποκαμωμένη το κεφάλι στα μαξιλάρια και τα χέρια στις κουβέρτες γογγύζοντας.
- "Ώ, εε, το κεφάλι μου..."
Στη κάμαρα έκανε να σβήσει στενάζοντας ένα καντηλάκι μπροστά στην εικόνα της Μαντόνας του Λορέτο, πάνω στο κασονάκι. Σε κάθε ξεψύχισμα του καντηλιού φαίνονταν να πηδούνε όλα τα έπιπλα. Θυμός και στεναχώρια, οργή κι αγωνία χόρευαν κατά τον ίδιο τρόπο στη ξαφνιασμένη ψυχή του κυρίου Ανσέλμο για κείνα τα απίστευτα γέλια της νύχτας που έκακαν τη γυναίκα του να υποπτεύεται πως κοιμούμενος κολυμπούσε, ποιος ξέρει, σε τι χαρές, ενώ εκείνη να, πεσμένη κοντά του άυπνη, στον αιώνιο πονοκέφαλό της, στην νευρική δύσπνοια, την ταχυπαλμία της, τέλος μέσα σ' όλες τις αδιαθεσίες της, δυνατές και φανταστικές μιας ευαίσθητης γυναίκας, πενητντάρας σχεδόν.
- "Θέλεις ν' ανάψω το φως ;"
- "Άναψε, ναι, άναψε και δος μου αμέσως τις σταγόνες. Είκοσι σ' ένα δακτυλάκι νερό".
Ο κύριος Ανσέλμο άναψε το φως και κατέβηκε όσο μπορούσε πιο γρήγορα από το κρεβάτι. Έτσι, με τα πουκάμισα, ξυπόλητος, περνώντας μπροστά από το αρμάρι για να πάρει το μπουκαλάκι του αντιϋστερικού φαρμάκου με το σταγονόμετρο, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και ασυναίσθητα σήκωσε το χέρι να διορθώσει στο κεφάλι το μακρύ τσουλούφι των μαλλιών με το οποίον φανταζόταν πως έκρυβε με κάποιο τρόπο τη φαλάκρα του.
- "Σιάχνει τα μαλλιά ! -έκανε περιπαιχτικά. Έχει το κουράγιο να διορθώνει τα μαλλιά ακόμα και τη νύχτα με τα πουκάμισα, ενώ εγώ πεθαίνω".
Ο κύριος Ανσέλμο σαν να τον δάγκωσε ξαφνικά οχιά. Έδειξε με το δάκτυλο του ενός χεριού τη γυναίκα του και φώναξε :
- "Εσύ πεθαίνεις ;"
- "Ήθελα, - παραπονέθηκε εκείνη τότε - ο Θεός να σε κάνει να δοκιμάσεις, δε λέω πολύ, λιγάκι απ' ότι υποφέρω τώρα.
- 'Όχι, αγαπητή μου, - μουρμούρισε ο κύριος Ανσέλμο. Αν στ' αλήθεια ένοιωσες άσχημα, δεν θα σχολίαζες βρίζοντας με, ένα άθελο κίνημα. Σήκωσα μόλις το χέρι... Ώ πόσες θα κάνω να πέσουν; Και πέταξε καταγής με μια έκρηξη θυμού το νερό του ποτηριού που αντίς είκοσι, ποιός ξέρει πόσες σταγονες είχε ρίξει από εκείνο το αντιϋστερικό κατασκεύασμα. Και χρειάστηκε να πάει στην κουζίνα έτσι ξυπόλητος και με τα πουκάμισα να πάρει άλλο νερό.
- "Γελώ..., κύριοί μου, εγώ γελώ..., έλεγε μέσα του περνώντας ακροποδητί το μακρύ διάδρομο με το φως στο χέρι.
Ξαφνικά μια φωνούλα στο σκοτάδι ήρθε από μια ανοιχτή πόρτα εκεί.
- "Παπούλη..."
Ήταν η φωνή μιας από τις πέντε εγγονούλες, η φωνή της Σουζάνας, της μεγαλύτερης και της αγαπητής στον κύριο Ανσέλμο που την έλεγε Σούζι.
Εδώ και δυο χρόνια αυτός είχε μαζέψει εκείνες τις πέντε
εγγονούλες μαζί με τη νύφη, μετά το θάνατο του μοναχογιού του. Η νύφη, κακομοίρα γυναίκα, που στα δεκαοχτώ χρόνια είχε μπλέξει το φτωχό παιδί του, τόσκασε πριν μερικούς μήνες, με κάποιο κύριο, φίλο στενό του πεθαμένου συζύγου κι έτσι τα πέντε ορφανά (που το μεγαλύτερο ήταν μόλις οκτώ χρονών) έμειναν στα χέρια του κυρίου Ανσέλμο ακριβώς στα δικά του χέρια,  γιατί σε κείνα της γυναίκας του της βασανισμένης από τα τόσα και τόσα, είναι φανερό πως δεν μπορούσαν να μείνουν. Η γιαγιά δεν είχε τη δύναμη να νοιαστεί ούτε τον εαυτό της. Όμως πρόσεχε, ώ, ναι, αν ο κύριος Ανσέλμο αθέλητα σήκωσε να σιάξει στο κεφάλι τις εικοσιπέντε τρίχες  που η καλή να τις που του απέμεναν. Γιατί, εκτός από κείνες τις αδιαθεσίες είχε το κουράγιο η γιαγιά να ζηλοτυπεί αγρίως αυτό το λευκό γένι, το γυμνό κρανίο, μέσα στις τόσες απολαύσεις που η καλή μοίρα του είχε τάξει, με τις πέντε εγγονούλες που δεν ήξερε πως να τις συντηρήσει με κείνο τον άθλιο μισθό, με την καρδιά που μάτωνε ακόμα ο θάνατος του δυστυχισμένου παιδιού του. Αυτός ναι, μπορούσε να κάνει έρωτες με τις ωραίες γυναίκες.
Δεν γελούσε ίσως γι αυτό ; Αλλά ναι. Ναι. Ποιός ξέρει πόσες γυναίκες τον χαϊδολογούσαν στ' όνειρο κάθε νύχτα.
Η μανία που έκανε τη γυναίκα του να τον σκουντά, η μαύρη μανία που την έκανε να φωνάζει "γελάς", δεν είχαν ίσως άλλο λόγο παρά τη ζήλεια.
Ο κύριος Ανσέλμο άφησε, κοντά στη πόρτα, το καντηλέρι για να μη ξυπνάει με το φως τις άλλες εγγονούλες και μπήκε στην κάμαρα που τον φώναξε η Σούζι.
Για μεγαλύτερη παρηγοριά του παππού, που ήθελε τόσο το καλό της, η Σούζι μεγάλωνε άσχημα. Ένας ώμος πιο πάνω από τον άλλο κι από μέρα σε μέρα ο λαιμός γινόταν ένα κλαδάκι πολύ εύθραυστο, για να στηρίξει το πολύ χονδρό κεφάλι. Α, εκείνο το κεφάλι της Σούζι !
Ο κύριος Ανσέλμο έσκυψε στο κρεβάτι για να μπορέσει να του σφίξει το λαιμό το ισχνό μπρατσάκι της εγγονής και της είπε :
- "Ξέρεις Σούζι ; Γέλασα". 
Η Σούζι τον κοίταξε κατά πρόσωπο μ' έκπληξη.
- "Κι αυτή τη νύχτα ;"
- "Ναι, κι αυτή τη νύχτα. Ένα γέλιοοο... Φτάνει, άσε με να πάω καρδούλα μου να πάρω νερό για τη γιαγιά... Κοιμήσου, κοιμήσου και προσπάθησε να γελάσεις και συ. Ξέρεις. καληνύχτα. Φίλησε την εγγονούλα στα μαλλιά, της έσιαξε τις κουβέρτες κι επήγε στην κουζίνα να πάρει νερό.

    Με τέτοια, υποχρεωτική συνδρομή της τύχης, ο κύριος Ανσέλμο πέτυχε (πάντα για μεγαλύτερή του παρηγοριά), να υψώσει το πνεύμα σε φιλοσοφικούς στοχασμούς, που χωρίς να του εξαφανίσουν τελείως την πίστη των τιμίων αισθημάτων των ριζωμένων βαθιά στην καρδιά, του είχαν αφαιρέσει τη δύναμη να ελπίζει σ' εκείνο το Θεό που βραβεύει και ανταμοίβει από κει πάνω. Και μη πιστεύοντας στο Θεό δε μπορούσε συνεπώς να πιστεύει, όπως θα του άρεσε, ούτε και σε κάποιο αστείο διαβολάκο που κρυμμένος στο σώμα του χαχανίζοντας κάθε βράδι για να γεννήσει τις πιο θλιβερές υποψίες στην ψυχή της ζηλότυπης γυναίκας.
Ήταν βέβαιος, βεβαιότατος ο κύριος Ανσέλμο πως ποτέ του δεν είχε δει όνειρο έτσι που να προκαλέσει εκείνα τα γέλια. Δεν ονειρευόταν  καθόλου, δεν ονειρευόταν ποτέ. Έπεφτε κάθε βράδι, τη συνηθισμένη ώρα σ' ένα ύπνο, μολυβένιο, μαύρο και βαθύτατο, α' όπου του κόστιζε τόσο να ξυπνίσει. Τα βλέφαρα του βάραιναν στα μάτια σαν δύο επιτάφιες πλάκες. Και λοιπόν αποκλειόμενος ο διάβολος, αποκλειόμενα τα όνειρα, δεν έμενε άλλη εξήγηση εκείνου του πλούσιου γέλιου, παρά καινούργια αρρώστεια που εκδηλωνόταν μ' εκείνο το δυνατό γέλιο. Την μεθεπομένη θέλησε να συμβουλευτεί τον νευρολόγο που μέρα παρά μέρα ερχόταν για την γυναίκα του.  ο νέος εκείνος, ειδικός γιατρός, πληρωνόταν εκτός από τη θεωρία και για τα ξανθά του μαλλιά που είχαν πρόωρα πέσει από την πολλή μελέτη και που για τον ίδιο λόγο η όρασή του ήταν πάλι πρόωρα έτσι εξασθενημένη. Και είχε εκτός από την επιστήμη του μιαν άλλη ειδικότητα που πρόσφερε δωρεάν στους κυρίους πελάτες του τα μάτια, πίσω από τα ματογυάλια, δίχρωμα, ένα κίτρινο κι ένα πράσινο. Έκλεινε το κίτρινο, έκανε νόημα με το πράσινο και τα εξηγούσε όλα. Α όλα τα εξηγούσε με μιαν θαυμαστήν σαφήνεια, για να δώσει στους κυρίους πελάτες, εκόμα και στην περίπτωση που θα έπρεπε να πεθάνουν, ολόκληρη ικανοποίηση.
- "Πες τε μου, γιατρέ, μπορεί κανείς να γελά στον ύπνο του χωρίς να ονειρεύεται ; Δυνατά, εννοείται. Μα κάτι γέλια...
Ο νέος γιατρός άρχισε να εκθέτει τις νεώτερες θεωρίες πάνω στο ζήτημα του ύπνου και του ονείρου. Μισην ώρα περίπου μίλησε, στολίζοντας την συζήτηση του με όλην εκείνη την ελληνικήν ορολογία που κάνει τόσο σεβαστή την ομιλία του γιατρού, και κατέληξε ότι "όχι, δεν ήταν δυνατόν. Χωρίς να ονειρευτείς δεν μπορείς να γελάσεις έτσι στον ύπνο". 
- "Μα σας ορκίζομαι, κύριε γιατρέ, πως πράγματι δεν ονειρεύομαι, δεν ονειρεύτηκα ποτέ μου, φώναξε αγανακτισμένος ο κύριος Ανσέλμο, αντιλαμβανόμενος το σαρδώνειο χαμόγελο της γυναίκας του ύστερα από τα συμπεράσματα του νέου γιατρού.
- "Ε, όχι, νομίζετα. Ετσι σας φαίνεται, πρόσθεσε τούτος γυρίζοντας να κλείσει το κίτρινο μάτι και να συνεννοηθεί με το πράσινο. Έτσι σας φαίνεται... όμως ονειρεύεσθε. Είναι βέβαιον. Μόνο που δεν διατηρείτε την ανάμνηση των ονείρων, γιατί κοιμάσθε βαθιά. Κανονικά σας το εξήγησα, πως θυμόμαστε μόνο τα όνειρα που κάνουμε όταν η αχλίς, για να πω έτσι, του ύπνου είναι τόσο διαφανής.
- "Λοιπόν, γελώ για όνειρα που δεν κάνω ;"
- "Δίχως αμφιβολία ονειρεύεσθε. Όνειρα εύθυμα και γελάτε. 
- "Τι διαβολοδουλειά - ξέσπασε τότε ο κύριος Ανσέλμο - να είμαι εύθυμος τουλάχιστον στο όνειρο, κύριε γιατρέ, και να μην το καταλαβαίνω. Γιατί, σας ορκίζομαι, πως δεν ξέρω τίποτα. Η γυναίκα μου με σκουντά, μου φωνάζει "γελάς" κι εγώ μένω έκπληκτος να την κοιτάζω στο στόμα, γιατί δεν ξέρω ακριβώς ούτε να έχω γελάσει ούτε γιατί γέλασα". 
Αλλά να, εδώ, να εδώ, ήταν το τέλος. Ναι, ναι. Έπρεπε να είναι έτσι. Θεία Πρόνοια. Η φύσις κρυφά στον ύπνο τον συνέδραμε. Μόλις έκλεινε τα μάτια στο θέαμα της μιζέριας, η φύσις να, τον απάλλασε απ' όλες τις θλίψεις και γρήγορα τον έφερε λαφρύ, λαφρύ, όπως ένα φτερό στη δροσιά των πιο παιχνιδιάρικων ονείρων. Του αρνιόταν, είν' αλήθεια, σκληρά την ανάμνηση, ποιος ξέρει ποιών φαιδρών απολαύσεων, μα βέβαια τον αντάμοιβε, με κάθε τρόπο, του φρεσκάριζε αθώα την ψυχή για να μπορέσει αύριο να υποφέρει την αγωνία και την εχθρότητα της τύχης. Και τώρα, γυρίζοντας από την υπηρεσία ο κύριος Ανσέλμο άρπαζε στα γόνατα της Σούζι, που ήξερε τόσο καλά να μιμείται το νυχτερινό του γέλιο, ακούγοντάς το τόσες φορές από τη γιαγιά. Της χάϊδευε το γέρικο προσωπάκι και τη ρωτούσε :
- "Σούζι, πως γελώ ; Κάνε χρυσούλα μου ν' ακούσω το όμορφο γέλιο μου. Και η Σούζι έρριχνε πίσω το κεφάλι, ξεσκεπάζοντας το λεπτό λεμουδάκι της ραχιτιάς, έσκαζε σ' ένα θορυβώδικο γέλιο, ατελείωτο, γιομάτο από καρδιάς.
Ο κύριος Ανσέλμο ευτυχής την άκουγε, την απολάμβανε και δάκρυζε συνάμα, καθώς έβλεπε εκείνο το λαιμάκι της μικρής. Και ύστερα κουνώντας το κεφάλι κοίταζε έξω από το παράθυρο και στέναζε. 
- "Ποιός ξέρει πόσο ευτυχισμένος είμαι Σούζι, ποιός ξέρει πόσο είμαι ευτυχισμένος στο όνειρο όταν γελώ έτσι". 

    Εν τούτοις, κι αυτό το ξεγέλασμα, έπρεπε να το χάσει ο κύριος Ανσέλμο. Του συνέβη μια φορά κατά σύμπτωση να θυμηθεί ένα από τα όνειρα που τον έκαναν τόσο να γελά κάθε νύχτα. Να. Είδε μια πλατιά σκάλα απ΄όπου ανέβαινε αγωνιζόμενος, με τη βοήθεια του μπαστουνιού του, ένας κάποιος Τορέλα, παλιός του συνάδελφος, με κομμένο πόδι. Πίσω από τον Τορέλα ανέβαινε σβέλτος ο προϊστάμενος, ο αξιότιμος κύριος Ριντότι, διασκεδάζοντας με το να χτυπά το μπαστούνι του στο μπαστούνι του Τορέλα, που πάνω του, ένεκα της αναπηρίας του, ανεβαίνοντας να κρατιέται στέρεα. 
Στο τέλος εκείνος ο φτωχός Τορέλα, μη μπορώντας πια, έσκυβε, πιανότανε με τα δυο χέρια σ' ένα σκαλοπάτι και άρχιζε να δίνει κλωτσές στον αξιότιμο κύριο Ριντότι, σαν ένα μουλάρι.
Τούτος χαχάνιζε και αποφεύγοντας επιδέξια τις κλωτσές ζητούσε να κεντήσει με την άκρη του σκληρού μπαστουνιού του στον πισινό του Τορέλα, ακριβώς στη μέση και τέλος το κατόρθωνε. 
Σε κείνη τη σκηνή ακριβώς ξυπνώντας ο κύριος Ανσέλμο με το χαμόγελο στα χείλη ένοιωσε να τον εγκαταλείπει και πνοή και ψυχή. Ώ, Θεέ μου γι αυτό λοιπόν γελούσε ; για παρόμοιες μωρίες ;
Έστριψε το στόμα του από βαθιά αγωνία και αφαιρέθηκε. Γι αυτό γελούσε ! Αυτή ήταν η ευτυχία που πίστευε πώς απολάμβανε στα όνειρά του. Ώ θεέ μου..., Θεέ μου...
Ναι, αν έξαφνα το φιλοσοφικό πνεύμα που τώρα και κάμποσα χρόνια τον συνέτρεχε, δεν τον βοηθούσε αποδείχνοντας του ότι ήταν πολύ φυσικό να γελά για τέτοιες ανοησίες. Γιατί άλλο ήθελε να γελά ; Στη θέση έπρεπε να είναι ηλίθιος για να γελάσει. Πώς αλλοιώς μπορούσε να γελάσει ;
_____________________________________________
Λουίτζι Πιραντέλλο, Διηγήματα και Νουβέλλες - εκδόσεις Διφρος -
μετ. Στ. Κατσάμπη  - η ορθογραφία έχει διατηρηθεί  ως είχε 




* Λουΐτζι Πιραντέλλο, Ιταλός δραματουργός, μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος. 
 Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1934, (28 Ιουνίου 1867 - 10 Δεκεμβρίου 1936).
Σπούδασε φιλολογία στο Παρίσι και στη Βόννη και δίδαξε ως καθηγητής της ιταλικής φιλολογίας στο ανώτατο ινστιτούτο της ιταλικής πρωτεύουσας. Στη Ρώμη ο συνεργάστηκε με πολλά λογοτεχνικά περιοδικά, δημοσιεύοντας ποιήματα και πεζογραφήματά του. Έγινε γνωστός στο ευρύτερο κοινό με το μυθιστόρημά του "Ο μακαρίτης Ματία Πασκάλ". Εκείνο όμως που τον έκανε παγκοσμίως γνωστό ήταν το θεατρικό του έργο. 
Το πρώτο μέρος του συνολικού θεατρικού του έργου ο Πιραντέλο το έγραψε σε μια ιδιαίτερα οδυνηρή εποχή γι' αυτόν, εξαιτίας του θανάτου της μητέρας του και της διανοητικής αρρώστιας της συζύγου του. 
Είναι ένας από τους σπάνιους μοντέρνους συγγραφείς που δεν περιορίστηκαν στο να μεταδώσουν μύθους λογοτεχνικούς, αλλά μετάδωσαν κυρίως κάποιες από τις ζωντανές και τραχειές αιτίες της νέας πνευματικής μας διαπάλης.
Από τα πολλά έργα του Πιραντέλο αναφέρουμε τα: Όπως με θέλεις, Να ντύσουμε τους γυμνούς, Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα, Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε, Απόψε αυτοσχεδιάζουμε.
_______________________________



 Διαβάστε : Ποιός Είσαι ; Αυτός που νομίζεις εσύ ή αυτός που σου λένε οι άλλοι ;
                       Όταν φοβάσαι την Ευτυχία
                       Το Πιθάρι
                       Η Υποκειμενικότητα της Πραγματικότητας 



   Ουτοπία 

 

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.