Παρασκευή, Ιουλίου 29

8:42 π.μ.


[...]
«Τι κάνεις;», με ρώτησε η σύζυγός μου, βλέποντάς με να χασομερώ με ασυνήθιστο τρόπο μπροστά στον καθρέφτη.
«Τίποτα», της αποκρίθηκα, «κοιτάζω εδώ, μες στη μύτη μου, σ’ αυτό το ρουθούνι. Όταν το πιέζω, αισθάνομαι ένα πονάκι.»
Η σύζυγός μου χαμογέλασε και είπε:
«Νόμιζα ότι κοίταζες από ποια πλευρά κλίνει.»
Γύρισα σαν τον σκύλο που του πάτησε κάποιος την ουρά:
«Κλίνει; Εμένα; Η μύτη μου;»
Και η σύζυγός μου, με ηρεμία:
«Μα ναι, καλέ μου. Κοίταξέ την καλά: κλίνει προς τα δεξιά.
Ήμουν είκοσι οχτώ χρόνων και ανέκαθεν μέχρι τότε θεωρούσα τη μύτη μου, αν όχι ακριβώς ωραία, τουλάχιστον πολύ ταιριαστή όπως κι όλα τ’ άλλα μέρη τού σώματός μου. Γι’ αυτό μού ήταν εύκολο να παραδέχομαι και να υποστηρίζω εκείνο που συνήθως παραδέχονται και υποστηρίζουν όλοι αυτοί που δεν είχαν την ατυχία να τους τύχει ένα κορμί δύσμορφο: ότι δηλαδή είναι βλακώδες να καυχιούνται για τα χαρακτηριστικά τους. Γι’ αυτό η ξαφνική και αναπάντεχη ανακάλυψη εκείνου του ελαττώματος με εξόργισε σαν μια τιμωρία που δεν μου άξιζε.
Μάλλον η σύζυγός μου, σ’ εκείνη την οργή μου, είδε πολύ πιο μέσα από εμένα και πρόσθεσε αμέσως ότι, αν είχα επαναπαυτεί μες στη σιγουριά ότι ήμουν ολόκληρος χωρίς ψεγάδια, να το έβγαζα μια και καλή απ’ το μυαλό μου, αφού, όπως έκλινε η μύτη μου προς τα δεξιά, έτσι…
«Τι άλλο;»
Ε, διάφορα! Διάφορα! Τα φρύδια μου έμοιαζαν πάνω απ’ τα μάτια μου σαν δυο περισπωμένες, ~ ~, τ’ αφτιά μου ήταν άσχημα κολλημένα, το ένα πιο πεταχτό απ’ τ’ άλλο· και διάφορα ελαττώματα…
«Κι άλλα;»
Ε, ναι, κι άλλα: στα χέρια, στο μικρό δάχτυλο· και στα πόδια (όχι, στραβά, όχι!), το δεξί, ελάχιστα πιο τοξωτό απ’ τ’ άλλο: προς το γόνατο, ελάχιστα.
Έπειτα από έναν προσεχτικό έλεγχο έπρεπε ν’ αναγνωρίσω ότι όλ’ αυτά τα ελαττώματα ήταν αληθινά. Και τότε μονάχα, αφού βέβαια είχε αλλάξει η έκπληξη που ένιωσα αμέσως μετά την οργή σε λύπη και ταπείνωση, η σύζυγός μου για να με παρηγορήσει με παρότρυνε να μην θλίβομαι και τόσο, αφού ακόμη και μ’ αυτά, σε γενικές γραμμές, παρέμενα ένας ωραίος άντρας.
Φυσικά να μην εξοργιζόμαστε, όταν δεχόμαστε ως γενναιόδωρη παραχώρηση εκείνο που πρωτύτερα ως δικαίωμα μας το είχαν αρνηθεί. Πέταξα ένα φαρμακερότατο «ευχαριστώ» και, σίγουρος ότι δεν είχα λόγο ούτε να λυπάμαι ούτε να ταπεινώνομαι, δεν έδωσα καμία σημασία σ’ εκείνα τα ελαφρά ελαττώματα, μα μια τεράστια και ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός ότι τόσα χρόνια ζούσα χωρίς ν’ αλλάξω μύτη, πάντοτε μ’ εκείνη, και μ’ εκείνα τα φρύδια και μ’ εκείνα τ’ αφτιά, μ’ εκείνα τα χέρια κι εκείνα τα πόδια· κι έπρεπε να περιμένω ν’ αποκτήσω σύζυγο για να προσέξω ότι τα είχα ελαττωματικά.
«Ω, τι έκπληξη! Δεν τις ξέρεις τις γυναίκες; Είναι φτιαγμένες επίτηδες για ν’ ανακαλύπτουν τα ελαττώματα των συζύγων τους.»
Να, όντως, οι γυναίκες, δεν το αρνούμαι. Κι εγώ όμως κάποτε, αν μου επιτρέπετε, ήμουν φτιαγμένος για να βουλιάζω σε κάθε λέξη που μου έλεγαν ή σε κάθε μύγα που έβλεπα να πετάει, στην άβυσσο των σκέψεων και των συλλογισμών που με έσκαβαν μέσα μου και με τρυπούσαν χιαστή στην ψυχή, σαν τη φωλιά τυφλοπόντικα· χωρίς να φαίνεται απ’ έξω τίποτα.

[...]
Στην ανακάλυψη εκείνων των ελαφρών ελαττωμάτων, βούλιαξα ολόκληρος στη σκέψη ότι συνεπώς – είναι δυνατόν; - δεν γνώριζα καλά ούτε καν το ίδιο μου το κορμί, τα δικά μου πράγματα που βαθιά μέσα μου μού ανήκαν: τη μύτη μου, τ’ αφτιά μου, τα χέρια μου, τα πόδια μου. Και πήγαινα να κοιταχτώ για να τα ελέγξω και πάλι.
Απ’ αυτό άρχισε το κακό μου. Εκείνο το κακό που θα με οδηγούσε σύντομα σε μια ψυχική και σωματική κατάσταση τόσο άθλια και απελπιστική που σίγουρα θα είχα πεθάνει ή θα είχα τρελαθεί εξαιτίας του, αν δεν είχα βρει σ’ αυτό το ίδιο (όπως θα πω) το γιατρικό που θα με θεράπευε...''



[...]
''Μου κόλλησε η ιδέα πως για τους άλλους δεν ήμουνα αυτός που ως τώρα φανταζόμουνα μέσα μου πως ήμουνα..''

''Η πραγματική μοναξιά βρίσκεται σ' ένα τόπο όπου ζει κανείς για τον εαυτό του και που για σας δεν έχει ούτε ίχνη, ούτε φωνή, όπου δηλαδή ο ξένος είσαστε εσείς...''

''Και κάθε πράγμα που διαρκεί, φέρνει μαζί του την τιμωρία της μορφής του, την τιμωρία να'ναι έτσι και να μην μπορεί να'ναι αλλιώς.''

''Εξακολουθούσα να περπατάω, όπως βλέπετε, με τέλεια συνείδηση πάνω στην υποδειγματική οδό της τρέλας, που'ταν ακριβώς ο δρόμος της πραγματικότητας για μένα...''


''Συγχωρήστε με αν μιλάω κάποιες στιγμές με τον τρόπο πού μιλούν οι φιλόσοφοι. Σάμπως όμως είναι ή συνείδηση κάτι απόλυτο πού μπορεί να αρκεί από μόνη της; ‘Αν ήμασταν μόνοι, ίσως ναί. Τότε, όμως, φίλτατοί μου, δεν θα υπήρχε συνείδηση. Δυστυχώς, υπάρχω εγώ, και υπάρχετε κι έσείς. Δυστυχώς.''

[...] 
''Εγώ ωστόσο έλεγ’ από μέσα μου. “Ω Θεέ μου, δεν αισθάνονταν να γκρεμίζεται αυτή η σπουδαία βεβαιότητά τους, όταν εγώ τους βλέπω μ’ αυτά τα μάτια που δεν γ ν ω ρ ί ζ ο υ ν ε   τι   β λ έ π ο υ ν ε;  Να σταθούν για λίγο, να δούνε κάποιον που κάνει το πιο εύκολο και συνηθισμένο πράγμα στον κόσμο: να τον κοιτάξουνε με τρόπο που να του υποκινήσουνε την αμφιβολία ότι εκείνο που κάνει δεν είναι ολότελα ξεκάθαρο σε μας κι ότι μπορεί να συμβεί να μην είναι ξεκαθαρισμένο και σε κείνον τον ίδιο φτάνει τούτο γιατί η βεβαιότητα αυτή επισκιάζεται και κλονίζεται. Καμιά πια αναταραχή και διαφωνία στα κενόδοξα αυτά μάτια που καταλήγουν στο ν’ αποδείχνουν ότι δεν μας βλέπουνε, γιατί δεν βλέπουνε αυτό που εμείς βλέπουμε. “Γιατί βλέπεις έτσι;” Κανένας δεν σκαρφίστηκε ότι πάντα έτσι πρέπει να βλέπουμε, ο καθένας με τα μάτια γεμάτα απ’ τη φρίκη της μοναξιάς του χωρίς κανένα λυτρωμό.''
______________________________________________
Ένας, κανένας και εκατό χιλιάδες, Λουίτζι Πιραντέλλο
ολοκληρώθηκε το 1925 και κυκλοφορεί στα Ελληνικά 


* Ποιός πραγματικά είναι ο Βιταντζέλο Μοσκάντα, ο ήρωας του μυθιστορήματος του Πιραντέλο;

Αυτός που νομίζει ο ίδιος πως είναι, ή αυτός που η γυναίκα του νομίζει πως είναι ή τέλος αυτός που οι άλλοι, όλοι οι άλλοι οι εκατό χιλιάδες νομίζουν πως είναι; Γιατί οι τελευταίοι αυτοί έχει ο καθένας τους σχηματίσει, με βάση τα εξωτερικά του γνωρίσματα, μια διαφορετική εικόνα του Βιταντζέλο Μοσκάρντα. 

Ξεκινώντας απ΄ την αμφισβήτηση αυτή θα προσπαθήσει να συνθέσει μια καινούρια εικόνα του εαυτού του, θα επιχειρήσει μια «παραισθησιακή αναζήτηση» για να συλλάβει μιαν έκφρασή του, διαφορετική απ' αυτή που ως τη στιγμή που η γυναίκα του ανακαλύπτει την ιδιαιτερότητα της μύτης του, είχε σχηματίσει για τον εαυτό του.

Στο «Ένας, κανένας και εκατό χιλιάδες», η ουσία της ρεαλιστικής αφήγησης έχει τελείως διαλυθεί, δίνοντας τη θέση της σε μια ταραγμένη, αλλά καθαρή, διήγηση-συνομιλία αφηρημένης δομής ανάμεσα στο μεταφυσικό και σουρεαλιστικό. Η κατοχή του εαυτού του διαφεύγει οριστικά από τον πρωταγωνιστή Βιταντζέλο Μοσκάρντα. Το εγώ θρυμματίζεται μέσα σε μια αναστατωμένη πολλαπλότητα, σαν έδρες πολύτιμων πετραδιών. Εκείνος δεν είναι ένας αλλά πολλοί, όσοι είναι αυτοί που τον γνωρίζουν, όσες είναι οι εικόνες που σχηματίζουν οι άλλοι γι'αυτόν. Παγιδεύεται μέσα μια σειρά από άτυχες πρωτοβουλίες,για να επιβεβαιώσει τη προσωπικότητά του.
«Το πιο πικρό απ' όλα, βαθύτατα χιουμοριστικό, για την αποσύνθεση της ζωής» το χαρακτηρίζει ο ίδιος ο συγγραφέας ενώ οι κριτικοί από τα πιο επαναστατικά έργα στη πεζογραφία του 20ου αιώνα.


* Λουίτζι Πιραντέλλο, Luigi Pirandello, 
Ιταλός δραματουργός, μυθιστοριογράφος, και δοκιμιογράφος στον οποίο απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1934.
Γεννήθηκε στο Αγκριτζέντο της Σικελίας, 28 Ιουνίου του 1867 τον αρχαίο Ακράγαντα. 
Ο ίδιος ο συγγραφέας έλεγε πως ήταν ελληνικής καταγωγής και πως το επίθετό του είναι παραφθορά του ελληνικού Πυράγγελος. 
Σπούδασε φιλολογία στο Παρίσι και στη Βόννη και δίδαξε ως καθηγητής της ιταλικής φιλολογίας στο ανώτατο ινστιτούτο της ιταλικής πρωτεύουσας. Στη Ρώμη ο Πιραντέλο συνεργάστηκε με πολλά λογοτεχνικά περιοδικά. δημοσιεύοντας ποιήματα και πεζογραφήματά του. 
Έγινε γνωστός στο ευρύτερο κοινό με το μυθιστόρημά του "Ο μακαρίτης Ματθαίος Πασκάλ". Εκείνο όμως που τον έκανε παγκοσμίως γνωστό ήταν το θεατρικό του έργο. Το πρώτο μέρος του συνολικού θεατρικού του έργου ο Πιραντέλο το έγραψε σε μια ιδιαίτερα οδυνηρή εποχή γι' αυτόν, εξαιτίας του θανάτου της μητέρας του και της διανοητικής αρρώστιας της συζύγου του. Από τα πολλά έργα του Πιραντέλο αναφέρουμε τα : "Όταν ήμουν τρελός", "Όπως με θέλεις", "Να ντύσουμε τους γυμνούς", "Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα". Έφυγε από τη ζωή στις 10 Δεκεμβρίου 1936. 



 Διαβάστε : Όταν φοβάσαι την Ευτυχία
                       Το Πιθάρι
                       Το μυστήριο του γέλιου
                       Η Υποκειμενικότητα της Πραγματικότητας


  Ουτοπία  

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.