Παρασκευή, Απριλίου 4

10:45 μ.μ.



Νίκος Καζαντζάκης


"Μια μέρα περνούσα από ένα χωριουδάκι. Ένας μπαμπόγερος ενενήντα χρονών φύτευε μια μυγδαλιά.  -Ε, παππούλη, του κάνω, μυγδαλιά φυτεύεις; Κι αυτός, έτσι σκυμμένος που ήταν, στράφηκε και μου κάνει:  -Εγώ, παιδί μου, ενεργώ σα να ήμουν αθάνατος! -Κι εγώ, του αποκρίθηκα, ενεργώ σα νάταν να πεθάνω την πάσα στιγμή. Ποιος από τους δυο μας είχε δίκιο, αφεντικό;   "Αλέξης Ζορμπάς


 Έμεινε πάντα αδέσμευτος

      Θυμόμουν συχνά την περίπτωση του Νίκου του Καζαντζάκη, που με τίποτα δε δεσμεύτηκε σ’ όλη του τη ζωή. Δε σκλαβώθηκε τριάντα χρόνια πάνω στην έδρα, όπως ο Λευτέρης κι εγώ. Ετεροκίνητα ζήσαμε του κουδουνιού. 

Πεινούσαν κυριολεκτικά, άμα πρωτοπήρε τη Γαλάτεια κοντά του, μα αδιαφόρησε. 
Τον διόρισε ο Βενιζέλος Γραμματέα στο Υπουργείο της Παιδείας, σωτήρια λύση για την κατάσταση στην οποία βρίσκονταν τότε, μα βρήκε πρόφαση πως έπρεπε να τον κάμουν διευθυντή με το πρώτο και δε δέχτηκε το διορισμό. 

Υπουργό να τον έκαναν δε θα δεχόταν. Ήταν πλασμένος για να ασχολείται με ό,τι τον έσπρωχνε μπροστά. Έτσι είχε γεννηθεί. Όπου ο καημένος ο πατέρας μου υποχρεώθηκε να τους στέλνει από το υστέρημά του… Θυμούμαι που και τον καφέ ακόμα τους τον στέλναμε από το Ηράκλειο… και στο Ηράκλειο στέλνανε τα ρούχα τους και τους τα πλύναμε… 

Έζησαν τότε στην αρχή μαύρες μέρες φοβερής ανέχειας και δυστυχίας. Όταν το καλοκαίρι του 1911 αντίκρυσα τη Γαλάτεια στα Πατήσια που ζούσαν, μου φάνηκε το πρόσωπό της σαν κρανίο… Τις μέρες που κάναμε εκεί -είχαμε πάει εγώ κι ο Λευτέρης- γνωρίσαμε κι εμείς πρώτη φορά τι θα πει πείνα… 

Ύστερα τους πήραμε και κατεβήκαμε όλοι μαζί στην Κρήτη, και γαλήνεψε κάπως η Γαλάτεια από κείνη την ανομολόγητη συμβίωση με έναν άνθρωπο τόσο ασυνεννόητο στην κοινή ζωή. Και με τη Γαλάτεια δίπλα του εξακολουθούσε να ζει με τις έξεις και την ψυχολογία του εργένη. Με την ταχτική που ακολουθούσε ζώντας τόσα χρόνια φοιτητής ή σπουδαστής στο εξωτερικό. Και φυσικά αμίλητος. 

Μόλις ξυπνούσε, είχε δίπλα του στο τραπέζι το καμινέτο με το τσαγερό. Το άναβε κι έφτιαχνε το τσάι του. Έτρωγε ξαπλωτός στο κρεβάτι και συνέχιζε το διάβασμα ή το γράψιμό του. Δε μιλούσε τα πρωινά σε κανένα για να μη χάνει χρόνο. Αυτό κράτησε σ’ όλη τη ζωή του. 

Πώς λοιπόν θα ‘μπαινε στο ζυγό της υπαλληλίας, να πηγαινοέρχεται σε περιβάλλοντα που δεν τον ενδιέφεραν, να κάνει γραψίματα άσχετα από το δημιουργικό του στόχο; 
Δεν υπήρχε δύναμη για το Νίκο, ικανή να τον κάμει να ξεκόψει από τους στόχους του τους δημιουργικούς. Όλος ο κόσμος βέβαια έχει επιθυμίες και φροντίζει να τις ικανοποιεί. 
Η διαφορά με τον Νίκο έγκειται σέ τούτο: είχε τη δύναμη να ζει έξω από τις καταστάσεις που υπήρχαν γύρω του. Έμεινε πάντα αδέσμευτος προς ό,τι οι άνθρωποι ονομάζουν καθήκοντα στους γονείς, στη γυναίκα σου, καθήκοντα στο διπλανό σου…
__________

Έλλη Αλεξίου 
"Από πολύ κοντά" εκδ. Καστανιώτη





Πως θυμάται ο Μ. Πλωρίτης 
την Τελευταία τους Συνάντηση

του Μάριου Πλωρίτη 

        Άμα γνώριζες όμως από κοντά τον Καζαντζάκη – πόσο επικίνδυνη και τις περισσότερες φορές, απογοητευτική, είναι η προσέγγιση των ανθρώπων που τιμάς και θαυμάζεις! – άμα τον γνώριζες από κοντά, έβλεπες πως ο καθημερινός Άνθρωπος ήταν ολότελα συνεπής με τον Πνευματικό. Πως δεν ήταν λόγια για κατανάλωση, όσα είχε χαράξει στο χαρτί, αλλά η κραυγή του αίματος και του νου του. Ο ένσαρκος Καζαντζάκης δεν πρόδινε ούτε κατά ιώτα εν το πνεύμα του.

ελαιογραφία
του Π. Ζωγράφου
Ίσως το πιο χαρακτηριστικό – και το πιο ελκυστικό του- γνώρισμα, ήταν η απλότητά του. Ούτε ο πολύχρονος στοχασμός, ούτε η ακατάπαυστη μάχη του με τον εαυτό του, ούτε η παγκόσμια δόξα που είχε (τόσο αργά) κερδίσει, τον αποξένωσαν απ’ τους ανθρώπους ή τούδωσαν την ελάχιστη έπαρση. Κάποια στιγμή που μούφερε μια ωραιότατη γερμανική έκδοση του “Τελευταίου Πειρασμού” (μόλις τότε είχε κυκλοφορήσει) τα κουρασμένα μάτια του πήραν μια φωτερή λάμψη. Μα, περισσότερο απ’ την ικανοποίηση για την επιβράβευση του “καλού αγώνα” του, μου φάνηκε πως χαιρόταν ο εραστής του ωραίου. Τα μακριά του δάχτυλα χάιδευαν το βαθυπράσινο δέσιμο του βιβλίου με την απόλαυση ενός φλωρεντινού “ντιλεντάντε”.



Τις τρεις τέσσερις φορές, που ιδωθήκαμε κείνο το καιρό, τις ώρες που καθήσαμε κουβεντιάζοντας μέσα στο σκιερό δωμάτιο, αγάπη κι αγανάχτηση μαζί με πλημμύριζαν. Αγάπη για κείνον, αγανάχτηση για τους διώχτες του. 

Ο προδότης των “ελληνικών θεσμών” λαχταρούσε αδιάκοπα για την Ελλάδα – ο “άθεος” μιλούσε κάθε τόσο για την αγωνία του να βρει και να σώσει το Θεό του – ο “ανήθικος” ήταν η φλεγόμενη βάτος της Αρετής - ο πουλημένος “κουκουές” ήταν ο ακατάβλητος εραστής της Ελευθερίας… 

Φυσικά για να τ’ ανακαλύψεις όλα αυτά, δε χρειαζότανε να γνωρίσεις από κοντά τον Καζαντζάκη. Ολόκληρο το έργο του 50 χρόνων, τα διαλαλεί. Χρειαζόταν όμως καλή πίστη και τίμιος νους για να τα παραδεχτείς. Κι αυτά λείπανε από τους “σταυρωτές” του.

Η Ελλάδα ήταν αδιάκοπα μέσα στις κουβέντες μας. Οι μακρινοί φίλοι και, καμιά φορά, οι ξέφρενοι εχθροί. Ο Καζαντζάκης δεν αγαναχτούσε. Δεχόταν μακρόθυμα τους λιθοβολισμούς. Μόνο, μια στιγμή, είπε λυπημένα:


-Γιατί φωνάζουν; Εγώ δε ζήτησα τίποτα, δε θέλησα να πάρω τίποτα από κανέναν. Ο καθένας κάνει το έργο του, όπως νομίζει κι όπως μπορεί. Ο καθένας προσπαθεί να υποτάξει την τίγρη που τον καβαλάει στη ράχη. Όλη μου τη ζωή πάλαιψα κι εγώ, όπως όλοι. Έκανα αυτό που πίστευα, ας κάνουν κι οι άλλοι αυτό που πιστεύουν…Βυθισμένος στην πολυθρόνα του μ’ ενωμένα τα δάχτυλα των χεριών του, κοιτούσε ίσια μπρος, σα νάβλεπε -ατέλειωτο μονοπάτι- αυτή τη ζωή, τη γεμάτη αγωνία, δάκρυα, αίμα, πίστεις κερδισμένες και πίστεις απαρνημένες, ακόρεστη δίψα να εισχωρήσει στο μυστήριο της ζωής, που όλο και το πλησίαζε, κι όλο του ξέφευγε απ’ τα χέρια…

Τώρα δεν του απόμενε παρά η κουρασμένη σάρκα του -που την υπονόμευε, από μέσα, το ίδιο του το αίμα- και το ακούραστο πνεύμα του. Μ’ αυτό αντιμετώπιζε θαρραλέα τη σκιά του θανάτου, που γινόταν όλο και πιο βαριά, όλο και πιο κοντινή. Τελευταίες του, τώρα, χαρές, το άσπρο χαρτί και τα ταξίδια. Αυτός ο γιος του Ομήρου ονειρευόταν τις στερνές περιπλανήσεις του.
-Θέλω να πάω στη Νότιο Αμερική, μου έλεγε. Είν’ ένας κόσμος που δεν τόνε γνώρισα και που μου ξυπνάει πάντα το νου… Θέλω να ξαναπάω στην Κίνα και την Ιαπωνία. Τεράστιες αλλαγές έγιναν από τότε που ξαναήμουνα εκεί.
Το πρώτο ταξίδι δεν μπόρεσε να το πραγματοποιήσει ποτέ. Το δεύτερο, που το κατόρθωσε, τον έστειλε στον τάφο…
-Κι η Ελλάδα; τον ρώτησα.
-Η Ελλάδα είναι η μεγάλη Μάνα, έκανε ζωηρά. Δεν έχει σημασία κι αν βρίσκομαι μακριά της. Την Ελλάδα την έχω μέσα μου. Και πιο πολύ την Κρήτη… Έπειτα, κι εδώ που βρισκόμαστε είναι Ελλάδα. Την Αντίπολη δεν τη χτίσανε Έλληνες, Ίωνες; Μα είτε εδώ, είτε αλλού, η Ελλάδα μ’ ακολουθεί παντού και πάντα…
Έπειτα, πρόστεσε πιο χαμηλόφωνα:
-Όμως θέλω να πεθάνω στην Κρήτη. Είναι η γη μου. Εκεί στο Κάστρο (Ηράκλειο). Κι αν δεν προφτάσω να πεθάνω εκεί, εκεί θέλω να με θάψουνε. Το χώμα της Κρήτης έφτιασε το αίμα μου – αυτό θέλω να το πιει…
Η Μοίρα δεν τον άφησε να ξαναδεί τον ήλιο της Κρήτης. Μόνο η γης της θα του δώσει τη στερνή χαρά…
Λίγο αργότερα με ξεπροβόδισε ως την πόρτα του κήπου του. Για τελευταία φορά, τούσφιξα το μακρύ, λιγνό χέρι του.
- Ο Θεός μαζί σας, μούπε όπως έλεγε πάντα. Και πρόστεσε:
-Νάσαστε ευτυχισμένος που γεννηθήκατε Έλληνας.
Στη στροφή του δρόμου γύρισα τα μάτια μου πίσω. Η αλύγιστη σιλουέτα του Ψηλορείτη είχε μείνει ασάλευτη, βιβλική στο κατώφλι. Δεν την ξαναείδα πια…

________________________________

Μάριος Πλωρίτης
εφημερίδα  Ελευθερία 1957  





Ο Γιάννης Μαγκλής 
θυμάται τον Ν. Καζαντζάκη:


Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ (ένθετο 'βιβλιοθήκη" 2007)

          Ο Καζαντζάκης ήταν ασκητής, προπολεμικά μαγείρευε Δευτέρα και έτρωγε ως το Σάββατο από το ίδιο φαγητό, δεν είχε χρόνο να ξοδεύει, έτρωγε μερικές κουταλιές και γι’ αυτό ήταν αδύνατος, πετσί και κόκαλο ήταν, δούλευε τόσο πολύ που έλεγες “πώς διάολο αντέχει αυτός ο άνθρωπος;”   

   Εφείδετο του χρόνου του, ούτε ένα λεπτό δεν πήγαινε χαμένο, χωρίς δουλειά. Θυμάμαι πολύ καλά, μια μέρα στην Αίγινα, όταν περνούσαμε από τα καφενεία που ήταν γεμάτα και μου ‘λεγε: 

“Όταν βλέπω αυτούς όλους τους νεοέλληνες, τους τεμπέληδες, που δεν ξέρουν τι να κάνουν και κάθονται στο καφενείο και παίζουν τάβλι ή χαρτιά ή κουβεντιάζουν, μου ‘ρχεται να τους σιμώσω, να τους απλώσω τις χούφτες και να τους πω: Άνθρωποί μου, που δεν ξέρετε τι να τον κάνετε τον καιρό σας, δώστε τον μου εμένα να τελειώσω το έργο μου και να σώσω την ανθρωπιά μου”.
____________________
Γιάννης Μαγκλής


(…)
του Γιάννη Γουδέλη
          Υστερα απ’ αυτό, πήγα να επισκεφτώ τον Καζαντζάκη, διότι επρόκειτο να πάρω τα χειρόγραφα του «Τελευταίου Πειρασμού», του πιο αντίθετου προς την εποχή, και ιδιαίτερα προς την Εκκλησία, έργου. Πήρα το αεροπλάνο και πήγα στην Αντίμπ. 
   Του είπα: Εξέδωσα το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», έχουμε αυτές τις αντιδράσεις, μας απειλούν· δεν με πειράζει.    Ομως τώρα μου δήλωσαν καθαρά και ξάστερα στην Ιερά Σύνοδο ότι θα με αφορίσουν και δεν με πειράζει, δεν ήρθα να σας πω αυτό το πράγμα, αλλά δεν θα μπορέσει να προχωρήσει. 

   Με κοιτάζει λοιπόν ο Καζαντζάκης πίσω απ’ τα γυαλιά του και μου λέει: «Αυτή ήταν η γενναιότητά σου; Θα τα σταματήσεις;» 
   Σηκώνομαι και φεύγω κατευθείαν. Με κυνηγούσε: «Εγώ εδώ το έχω το χειρόγραφο, αν θες το παίρνεις». 

   Το παίρνω, υπογράψαμε ένα συμπληρωματικό συμβόλαιο και ήρθα στην Αθήνα. Πήγα στο τυπογραφείο των αδελφών Ρόδη και έδωσα να τυπώνουν το έργο. 
  Είχα την προνοητικότητα να μην δώσω τα πρώτα κεφάλαια,  οπότε όταν θα τελείωνε το έργο, τότε θα τυπωνόταν:  Νίκου Καζαντζάκη: «Ο Τελευταίος Πειρασμός», το πρώτο τυπογραφικό, και κατευθείαν θα οδηγείτο στην αγορά. 

   Κατά σύμπτωση, στο ίδιο τυπογραφείο τύπωνε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος το βιβλίο μεταφυσικής «Προλεγόμενα» και τα τυπογραφικά του Καζαντζάκη βρισκόντουσαν δίπλα. 
   Ο Κανελλόπουλος, άνθρωπος πνευματικός, ήξερε τι ήταν· μόλις το είδε και το κοίταξε καλά καλά κατάλαβε και φωνάζει τον φίλο του τον Ρόδη και του λέει: 
«Εχεις υπόψη σου τι τυπώνεις;». 
«Ενα βιβλίο του Γουδέλη». 
«Βρε τι ένα βιβλίο, είναι γι’ αυτό που χαλάει ο κόσμος, έτσι και έτσι». 
«Τι;» λέει ο Ρόδης, «Παναγία μου, είναι αυτό που γράφουν οι εφημερίδες;»
   Ερχεται, λοιπόν: «Ελα, πάρε γρήγορα απ’ το τυπογραφείο μου τα αφορισμένα βιβλία, δεν θέλω ούτε να με πληρώσετε».  
   «Κάτσε, ρε χριστιανέ μου, σε έχω πληρώσει, αλλά να σου πληρώσω και οτιδήποτε πρόσθετα». 
   «Τίποτα, για ένα βιβλίο να κάψω εγώ το εργοστάσιό μου;».

   Τα μαζεύω σαν πρόσφυγας και έρχομαι σε ένα άλλο τυπογραφείο, απέναντι από το Χημείο, όπου με ξέρανε ως χημικό, ενός Λουκά. Εκεί τύπωσα το πρώτο τυπογραφικό, δόθηκε στη βιβλιοδεσία και έσκασε μπόμπα ότι κυκλοφορεί «Ο Τελευταίος Πειρασμός».

   Σε μισή μέρα πουλήθηκαν κάπου 1.750 αντίτυπα, την άλλη μέρα το ίδιο. Ετοιμαζόταν πλέον ο αφορισμός, αλλά ο Καζαντζάκης είχε την τύχη να περνάει από τη Γαλλία η ισχυρότερη γυναίκα της Ελλάδας, η Φρειδερίκη. 

   Ηταν φίλη της Μαρίας Βοναπάρτη, που είχε παντρευτεί, ως γνωστόν, τον Γεώργιο τον μουστακαλή, τον άλλοτε Ύπατο   Αρμοστή της Κρήτης. 
   Μ’ αυτόν είχε φιλίες ο Καζαντζάκης και με τη Μαρία Βοναπάρτη, στην οποία είναι αφιερωμένος «Ο Τελευταίος Πειρασμός». 
   Τον κάλεσε λοιπόν η Βοναπάρτη τον Καζαντζάκη, ότι ήταν επιθυμία τής βασιλομήτορος να τον γνωρίσει, και μια ολόκληρη νύχτα στο «Σεντρούμ» ο Καζαντζάκης γοήτευσε τη Φρειδερίκη, συζητήσανε, φωτογράφοι και απ’ το Παρίσι και από παντού τούς είχαν βγάλει φωτογραφίες, και μία απ’ αυτές έφτασε και στην Αθήνα. 
   Οπότε, όταν είδαν τη Φρειδερίκη με τον Καζαντζάκη κοπήκαν όλοι· δεν τόλμησε να μιλήσει κανείς και «Ο Τελευταίος Πειρασμός» κυκλοφορούσε άνετα, αλλά η κυκλοφορία του έπεσε πολύ κάτω απ’ τον «Ζορμπά», πολύ κάτω απ’ τον «Καπετάν Μιχάλη», πολύ κάτω απ’ το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», γιατί ήταν ένα βιβλίο πολύ βαρύ, τουλάχιστον για την εποχή εκείνη.
____________________________

Γιάννης Γουδέλης 
 εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ (ένθετο "βιβλιοθήκη" 2007)





Ο Καστανάκης, ο Καζαντζάκης 
και ο θάνατος του Σικελιανού


(....)
γράφει η Λιλή Ιακωβίδη 
          Όταν τέλειωσε ο τελευταίος πόλεμος, με κάλεσαν να με φιλοξενήσουν στην ιδιόκτητη βίλα τους στην Αντίμπ. Εκεί για τελευταία φορά είδα και το Νίκο Καζαντζάκη. Κατοικούσε τότε με τη γυναίκα του στη βίλα Μανολίτα (ένα παλιό διώροφο σπίτι). Έκανε πολύ μεγάλη χαρά που με είδε. «Η Ελένη, μου λέει, έφυγε λίγο πριν με το ποδήλατο. Πάει στο βουνό να μαζέψει χόρτα. Μα δε θ’ αργήσει να ‘ρθει». 

   Η Ελπίδα στο μεταξύ γυρίζει και μου λέει σιγαλόφωνα: «Αυτά τα χόρτα που μαζεύει η Ελένη είναι η βασική τροφή τους, και κανένα αυγό, τυρί ή ελιές που τους στέλνουν απ’ την Ελλάδα. Τα οικονομικά των Καζαντζάκηδων ήτανε τότε πολύ σφιγμένα. 

   Ο Καζαντζάκης μου έδειξε μεγάλη λύπη γιατί το πρωί ήτανε υποχρεωμένος να αφήσει τη βίλα Μανολίτα και να τραβήξει με τη γυναίκα του για κάποιο μικρό ισπανικό χωριό που η ζωή εκεί ήτανε πολύ φτηνότερη. Το σπίτι τους στην Αντίμπ το είχανε νοικιάσει για τους καλοκαιρινούς μήνες στον καθηγητή Αγγελόπουλο, που την επόμενη μέρα θα ‘ρχονταν με την οικογένειά του να εγκατασταθεί.
   Ο Καζαντζάκης άρχισε με πολύ ενδιαφέρον να με ρωτάει για πρόσωπα και για καταστάσεις του τόπου μας. Μα σαν έφτασε στο «θέμα» Σικελιανού, πήρε την καρέκλα του, κάθισε πολύ κοντά μου και, μέσα από τα δάκρυα που κυλούσαν στο πρόσωπό του, μου λέει:


   -Μα πώς; Πες μου, σε παρακαλώ. Εσύ και ο Σκαζίκης ήσαστε σχεδόν κάθε μέρα κοντά του. Πώς βρέθηκε ένας Άγγελος Σικελιανός μόνος; 
Πώς μέσα σε μια ολόκληρη πρωτεύουσα πέθανε αβοήθητος;  Πώς; 
   Ποιοι βρέθηκαν πλάι του κείνη την καταραμένη ώρα που πήρε το δηλητήριο αντίς το φάρμακο; Ποιοι; Πες μου. 
Κανένας δεν τον βοήθησε; Θέλω να μου τα πεις όλα.

   Ο Καστανάκης μου έκανε νόημα να σταματήσω. Ήρθε ο ίδιος κοντά μας και άλλαξε την κουβέντα γιατί ο Καζαντζάκης δεν είχε ακόμα καλοσυνέλθει από την πάρεση του προσώπου του και ήτανε φόβος με τη συγκίνηση την έντονη να είχαμε πάλι καμιά νέα ιστορία. Έτσι τα εναγώνια ερωτήματα του Καζαντζάκη για το θάνατο του μεγάλου ποιητή έμειναν αναπάντητα.

____________________ 

Λιλή Ιακωβίδη
απόσπασμα από το άρθρο της "Θράσος Καστανάκης - Ο Ανθρωπος"
περ. Νέα Εστία 1973 



Ιερά Σύνοδος!

      Ο Ευγένιος, αρχιεπίσκοπος Κρήτης την περίοδο 1950-1978 μιλάει στην Ελένη Κατσουλάκη για την κηδεία του Καζαντζάκη:

   -Εγώ, δεσποινίς Κατσουλάκη, πήγα και στην κηδεία του! Παρ’ όλες τις απειλές, διαταγές, εκκλήσεις που πήρα γραπτώς και προφορικώς -μπροστά μου και πίσω από την πλάτη μου- έδωσα άδεια να μπει η σωρός του στον Άγιο Μηνά και έκανα μάλιστα και την νεκρική δέηση!
   -Δεν φοβηθήκατε;
   -Ήταν δύσκολη η θέση μου. Είχα μεγάλη πίεση και από την Ιεραρχία και από τις τοπικές αρχές. Αν δεν άφηνα την σωρό του Καζαντζάκη στον Άγιο Μηνά, θα γινόταν η επανάσταση του 1821 και θα αιματοκυλιόμαστε εδώ κάτω! 

   Οι Κρητικοί το ‘χαν πάρει πολύ πατριωτικά το θέμα. Ήταν ανήμερα θηρία! Στην κηδεία κόντεψε να γίνει μεγάλο μακελειό. Κάμποσοι κληρικοί χωρίς ράσα ακολούθησαν την νεκρική πομπή βρίζοντας το νεκρό, αρπάχτηκαν στα χέρια με ντόπιους Κρητικούς. Δύσκολες ώρες και για μένα, ένα ανώτατο κληρικό!
   -Εσείς τον θάψατε;
   -Όχι, αλίμονο μου! Θα με αφόριζε η Ιερά Σύνοδος! Είχαμε διαταγή να μην γίνει η ταφή του από κανένα Ορθόδοξο παπά. Εγώ δεν ήμουνα κοντά στην σωρό του Καζαντζάκη.
   -Οι εφημερίδες έγραψαν ότι θάφτηκε από ιερέα ο Καζαντζάκης.
   -Ο κόσμος είχε άγνοια. Όταν έφτασε η σωρός του στο Μαρτινέγκο, κάποιος έβγαλε επικήδειο λόγο. Μα κανείς κληρικός δεν ήταν γύρω για να θάψει τον νεκρό. 

   Σκεφτείτε τώρα μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου και τις φωτογραφικές μηχανές του διεθνούς τύπου! Πουθενά παπάς. 
   Οι Βρακοφόροι Κρητικοί άρχιζαν να φουρτουνιάζουν, έμαθα από άλλους παρόντες, άναψαν τα αίματα και ήθελαν να βουτήξουν το φέρετρο και να το θάψουν με τα ίδια τους τα χέρια. Κείνη την τραγική στιγμή ως εκ θαύματος παρουσιάστηκε ένας νέος παπάς με ράσα και με θυμιατό! Ούτε ήξερα ποιος ήταν και πώς βρέθηκε εκεί, από πού ξεφύτρωσε! Κανείς δεν ήξερε!





             Ο παπάς που έθαψε τον Καζαντζάκη

      Ο ανώνυμος ιερέας που έθαψε τον Καζαντζάκη μιλάει στην Ελένη Κατσουλάκη:"Τον Νοέμβριο του 1957 ήμουνα στρατιώτης και παπάς και υπηρετούσα τη θητεία μου στο Ηράκλειο. 
   Μια μέρα πριν την κηδεία του Καζαντζάκη, ο διοικητής κάλεσε όλους τους στρατιωτικούς και έδωσε διαταγή να μην βγει κανείς έξω από το στρατόπεδο στις 5 Νοεμβρίου. 

   Οι αρχές και ο στρατός φοβόνταν μεγάλες φασαρίες, γιατί είχε έρθει εκκλησιαστική διαταγή να μην ταφεί ο Καζαντζάκης. Όταν θα το ‘παιρναν χαμπάρι οι Κρητικοί θα έκαναν μεγάλες φασαρίες. Εγώ σαν παπάς ένιωσα πολύ άσχημα. 

   Η συνείδησή μου με πείραζε πολύ. Ήμουν παπάς. Δεν άντεχα να πάρω στο λαιμό μου τέτοιο άδικο. Δεν μπορούσα να αρνηθώ τα ιερά μυστήρια σ’ ένα βαφτισμένο χριστιανό που δεν έκανε ποτέ κάτι ανήθικο ή εγκληματικό. Όσο αφορά τα βιβλία του δεν είμαι εγώ άξιος να τα κρίνω.
   -Πώς τα καταφέρατε;
   -Το ‘σκασα κρυφά από το στρατό τη μέρα της κηδείας. Πήρα αθόρυβα τα ράσα μου και έτρεξα στον Μαρτινέγκο και τον έθαψα.
   -Ο κόσμος που περίμενε στον Μαρτινέγκο ήξερε τι έγινε;
   -Όχι. Όλοι νόμισαν ότι με έστειλε η εκκλησία να τον κηδέψω. Είχαν δει και τον Μητροπολίτη Ευγένιο στον Άγιο Μηνά. Δεν ήξερε κανείς τι γινόταν στα παρασκήνια!
   -Τιμωρηθήκατε;
   -Ναι. Πέρασα από στρατιωτικό δικαστήριο και μπήκα φυλακή για έξι μήνες.
   (Κοίταξα κατάματα τον ανώτατο τούτο άνθρωπο, με απέραντη ευλάβεια. Του ‘πιασα τα χέρια με τρυφεράδα και τα φίλησα με όλη μου την ειλικρίνεια. Ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που φίλησα τα χέρια ενός κληρικού!)

______________________________________


από άρθρο της Ε. Κατσουλάκη στο περιοδικό του Παντείου (2003) 






“Τουτουσές τσ’ ανθρώπους δεν τους θάβουνε νεκροθάφτες”


          Η Κρήτη βρισκόταν σε συναγερμό για την κηδεία του μεγάλου τέκνου της. Είχαν φθάσει απ’ όλα τα μέρη της Μεγαλονήσου αντιπροσωπείες, μαθητές Γυμνασίων, αγρότες, εργάτες, άνθρωποι από κάθε τάξη. 
   Χιλιάδες λαού και μαθητές κρατώντας βιβλία του νεκρού τον συνόδεψαν μέχρι την ιστορική τάπια Μαρτινέγκο, πάνω στα ενετικά τείχη, όπου είχε ανοιχτεί ο τάφος του. 

Τότε συνέβη το εξής συγκλονιστικό: Ένας ηλικιωμένος, μα εύρωστος και μεγαλόσωμος άντρας με μουστάκες, ο καπετάν Μανούσακας ο Κρητίκαρος, άρπαξε την τσάπα και παραμέρισε τα χώματα. Αμέσως ύστερα αγκάλιασε το νεκρό, τον σήκωσε, λέγοντας: “Τουτουσές τσ’ ανθρώπους δεν τους θάβουνε νεκροθάφτες”, και κατεβάζοντάς τον μόνος του στον τάφο, τον τακτοποίησε στην τελευταία του κλίνη. 

   Πάνω από το νεκρό τότε, οι γυμνασιόπαιδες έριξαν χώμα που είχαν φέρει μαζί τους απ’ όλες τις επαρχίες της Κρήτης.
    Στον τάφο του στήθηκε ένας πανύψηλος, λιγνός και σκοτεινός σταυρός, ορατός από μεγάλη απόσταση. 
   Πάνω στην πλάκα του τάφου του χαράχτηκε το περίφημο καζαντζακικό απόφθεγμα: “Δε φοβάμαι τίποτα. Δεν ελπίζω τίποτα. Είμαι ελεύθερος”.
_______________________

Ρίτα Μπούμη – Νίκος Παπάς 
“ΝΕΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ” Εκδόσεις ΔΙΟΣΚΟΥΡΟΙ






           “Δεν έχει καιρό να πεθάνει”

          Η Μ. Μερκούρη θυμάται μια επίσκεψή της, μαζί με τον Ζ. Ντασέν, στο σπίτι του Καζαντζάκη στην Αντίμπ:

   Το ταξί σταμάτησε στο ταπεινό σπιτάκι του Νίκου Καζαντζάκη. Καθώς βγαίναμε έξω, ένας γιατρός έφευγε απ’ το σπίτι. Ο Τζούλυ έτυχε να τον γνωρίζει. Ήταν ένας γιατρός απ’ το Παρίσι.
   «Τι κάνετε στην Αντίμπ, γιατρέ»
   «Το ίδιο αναρωτιέμαι κι εγώ. Επισκέπτεσθε ένα νεκρό. Ποτέ δεν έχω δει κανέναν σε τόσο προχωρημένη κατάσταση λευχαιμίας να μένει όρθιος. Μου λέει πως δεν έχει καιρό να πεθάνει. Έχει πολλή δουλειά να τελειώσει και ορκίζεται πως δεν θα φύγει απ’ αυτόν τον κόσμο πριν δει την Κίνα».

   Σχεδόν κοκέτικα, ο Καζαντζάκης κρατούσε ένα μαντίλι στα χείλια του, διαφορετικά δεν έδειχνε καθόλου πως ήταν άρρωστος. Ήταν αδύνατος, άγριος, σαν γεράκι. Απέπνεε ενεργητικότητα. 
   Περίμενα τη συνάντηση αυτών των δύο αντρών. Ήμουν σίγουρη πως θα οδηγούσε σε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση – αλλά τα πέντε πρώτα λεπτά επικράτησε μια αμήχανη σιωπή που τονιζόταν από μερικές κοινοτοπίες. Η γυναίκα του σέρβιρε τσάι. 

   Απόρησα βλέποντας τους δύο άντρες να φέρονται με τόση δειλία. Ύστερα ο Καζαντζάκης είπε: «Δεν κάνουμε τίποτα έτσι». Είπε ένα ανέκδοτο που έσπασε τον πάγο. Από εκείνη τη στιγμή δεν σταμάτησαν να μιλάνε. Βιβλία, ποιήματα, θρησκεία, πολιτική. 
   Σε λίγο αποφάσισε να κάνει τον Τζούλυ Κρητικό. Τα περισσότερα κρητικά ονόματα τελειώνουν σε «άκης». Από τότε, σ’ όλη τη διάρκεια μιας σχέσης που κράτησε δυο χρόνια, τον έλεγε «Ντασενάκη». 
   «Εσύ, Ντασενάκη, ήθελες να γυρίσεις μια ταινία απ’ το μυθιστόρημά μου «Αλέξης Ζορμπάς». 
   Δεν το ήξερα. Κοίταξα απορημένη τον Τζούλυ. Ναι, ήθελε πάρα πολύ να γυρίσει την ταινία αλλά ήθελε να παίξει τον Ζορμπά ο Ρώσος ηθοποιός Τσερκασώφ. Οι χρηματοδότες είπαν όχι.
   «Μελίνα, Ντασενάκη, πάμε περίπατο;»

   Ο άνθρωπος που υποτίθεται ότι ήταν τόσο άρρωστος ήταν ισάξιος πεζοπόρος του Ντασέν. Αγωνιζόμουν για να τους προλαβαίνω. Έκαναν όλο το γύρο των οχυρών της Αντίμπ. 

   Ο Καζαντζάκης μιλούσε για την Ελλάδα μ’ αγάπη και πάθος. Κατάλαβα πόσο δύσκολη έπρεπε να είναι η εξορία του, αλλά δεν μπορούσε ν’ ανεχθεί τους Έλληνες που παρέδωσαν τη χώρα τους στον ξένο έλεγχο, στο ξένο χρήμα και που αποκτούσαν ξενικούς τρόπους. 

   Η ομιλία του ήταν γεμάτη εικόνες. Πολύ ποιητικές και πολύ κρητικές. Οι Κρητικοί είναι λίγο υπεράνθρωποι. Προκαλούν τους Θεούς κι ανεβαίνουν σε βουνοκορφές. 

   Ο Καζαντζάκης το ήξερε και προειδοποίησε τον Ντασέν πως αυτό θα ‘ταν ένα πρόβλημα στην κινηματογραφική διασκευή του «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται». Ύστερα μίλησαν πολλή ώρα για την προσέγγιση του Ντασέν στο σενάριο.

   Τελικά γυρίσαμε στο σπίτι. Όλα τα μέλη μου πονούσαν. 

   Η Ελένη Καζαντζάκη είχε ετοιμάσει ένα θαυμάσιο γεύμα. 
   Ο Νίκος έφαγε ελάχιστα. Πριν φύγουμε ο Τζούλυ είπε πως σκόπευε να γυρίσει την ταινία του στην Ελλάδα. 
   Ο Καζαντζάκης κούνησε το κεφάλι του. Οι αρχές δεν θα επέτρεπαν το γύρισμα ενός έργου του στην Ελλάδα. 
   Ο Τζούλυ επέμεινε πως θ’ αγωνιζόταν για να το πετύχει. 
«Τότε, Ντασενάκη, πρέπει να δοκιμάσεις την Κρήτη. Ίσως να μην σ’ ενοχλήσουν εκεί». 

   Αυτό ήταν ένα αριστούργημα μετριοφροσύνης. Η Κρήτη λάτρευε τον Καζαντζάκη. Και μόνο η μνεία του ονόματός του ήταν διαβατήριο για τα σπίτια και τις καρδιές των ανθρώπων.
   «Θα ‘ρθεις στην Κρήτη όταν θα γυρίζουμε;»
   «Όχι, Ντασενάκη. Δεν θα ξαναπάω ποτέ στην Ελλάδα».
   «Πρέπει να ξαναδείς την Κρήτη».
Έβλεπα πως ο Τζούλυ σκεφτόταν τα λόγια του γιατρού.
   «Θα δούμε, Ντασενάκη, θα δούμε».
   Ο Νίκος Καζαντζάκης πέθανε σε λίγα χρόνια. Αλλά όχι πριν γράψει μερικά μεγάλα έργα και όχι πριν πάει στην Κίνα. Αλλά δεν ξαναείδε ποτέ την Ελλάδα.

_________________________
Μελίνα Μερκούρη 
«ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΕΛΛΗΝΙΔΑ» Εκδόσεις ΔΑΙΔΑΛΟΣ






          “Στον τάφο του Καζαντζάκη”

          Η Ιωάννα Τσάτσου περιγράφει μια επίσκεψή της στον τάφο του Καζαντζάκη:
   "Αργά, μετά τη δεξίωση πρότεινα στη Φανή να πάμε λίγο πάλι στον τάφο μοναχές για τελευταία φορά. Μια στιγμή περισυλλογής. Σκοτάδι. Ό,τι φώτιζαν οι χαμηλωμένοι φάροι του αμαξιού. Και τότε απίθανη πρόβαλε μια εικόνα μέσα στη νύχτα. Δυο ερωτευμένα παιδιά, αγκαλιασμένα πάνω στην πέτρα του τάφου του Καζαντζάκη, πλάι στον ξύλινο σταυρό. Ξαφνικά φωτίστηκαν. 

   Πετάχτηκαν όρθια. Το παληκάρι άλαλο, αμήχανο, η όμορφη κοπέλα τρεμάμενη, φοβισμένη. 
 - “Είναι μυστικό μεγάλο, θα με σκοτώσουν οι δικοί μου”. Την αγκάλιασα. 
 - “Μη φοβάσαι, κοριτσάκι μου, κανείς μα κανείς δε θα το μάθει, να είσαι ήσυχη”. 
   Και φύγαμε αμέσως και τους αφήσαμε πάλι μες στο σκοτάδι, και παρακάλεσα τους συνοδούς μας να κρατήσουν αυστηρό το μυστικό. Τι μεγάλη προσφορά στον Καζαντζάκη, δυο νέα παιδιά να μιλούν για τον έρωτά τους πάνω στον τάφο του.
__________________________
Ιωάννα Τσάτσου 
“ΣΤΙΓΜΕΣ ΚΑΙ ΜΝΗΜΕΣ” Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ





Η Γαζία της Μητέρας μου

Νίκος Καζαντζάκης
           Οι ώρες που περνούσα με τη μητέρα μου ήταν γεμάτες μυστήριο· καθόμασταν ο ένας αντίκρα στον άλλο, εκείνη σε καρέκλα πλάι στο παράθυρο, εγώ στο σκαμνάκι μου, κι ένιωθα, μέσα στη σιωπή, το στήθος μου να γεμίζει και να χορταίνει, σα να ‘ταν ο αγέρας ανάμεσά μας γάλα και βύζαινα.
   Από πάνω μας ήταν η γαζία, κι όταν ήταν ανθισμένη, η αυλή μοσκομύριζε.  Αγαπούσε πολύ τα ευωδάτα κίτρινα λουλούδια της, τα ‘βαζε η μητέρα μου στις κασέλες και τα σώρουχά μας, τα σεντόνια μας, όλη μου η παιδική ηλικία μύριζε γαζία.

   Μιλούσαμε, πολλές ήσυχες κουβέντες, πότε η μητέρα μου δηγόταν για τον πατέρα της, για το χωριό που γεννήθηκε, και πότε εγώ της στορούσα τους βίους των αγίων που είχα διαβάσει, και ξόμπλιαζα τη ζωή τους με τη φαντασία μου· δε μ’ έφταναν τα μαρτύριά τους, έβαζα κι από δικού μου, ωσότου έπαιρναν τη μητέρα μου τα κλάματα, τη λυπόμουν, κάθιζα στα γόνατά της, της χάδευα τα μαλλιά και την παρηγορούσα:
   -Μπήκαν στον Παράδεισο, μητέρα, μη στενοχωριέσαι, σεριανίζουν κάτω από ανθισμένα δέντρα, κουβεντιάζουν με τους αγγέλους και ξέχασαν τα βάσανά τους. Και κάθε Κυριακή βάζουν χρυσά ρούχα, κόκκινα κασκέτα με φούντες και πάνε να κάμουν βίζιτα στο Θεό.
Κι η μητέρα σφούγγιζε τα δάκρυά της, με κοίταζε σα να μου έλεγε: “Αλήθεια λες;” και χαμογελούσε.

   Και το καναρίνι, μέσα από το κλουβί του, μας άκουγε, σήκωνε το λαιμό και κελαηδούσε μεθυσμένο, ευχαριστημένο, σα να ‘χε κατέβει από τον Παράδεισο, σα να ‘χε αφήσει μια στιγμή τους αγίους κι ήρθε στη γης να καλοκαρδίσει τους ανθρώπους.
   Η μητέρα μου, η γαζία, το καναρίνι, έχουν σμίξει αχώριστα, αθάνατα μέσα στο μυαλό μου· δεν μπορώ πια να μυρίσω γαζία, ν’ ακούσω καναρίνι, χωρίς ν’ ανέβει από το μνήμα της -από το σπλάχνο μου- η μητέρα μου και να σμίξει με τη μυρωδιά τούτη και με το κελάηδημα του καναρινιού.

   Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει· χαμογελούσε μόνο, και τα βαθουλά μαύρα μάτια της κοίταζαν τους ανθρώπους γεμάτα υπομονή και καλοσύνη. 
Πηγαινόρχουνταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο σπίτι, κι όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σα να ‘χαν τα χέρια της μιαν καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινήν ανάγκη.
_________________________
Νίκος Καζαντζάκης “ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ”
Εκδόσεις ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ



Utopia

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.